βροντώδης υδράργυρος

βροντώδης υδράργυρος
Βροντώδες άλας. Οι χημικές αντιδράσεις για την παρασκευή του β.υ. είναι πολύπλοκες· ξεκινούν από την οξείδωση της αιθυλικής αλκοόλης που σχηματίζει ακεταλδεΰδη και καταλήγουν στον σχηματισμό HON=C, που είναι εξαιρετικά ασταθής ένωση και, αν αντιδράσει με νιτρικό άργυρο, δίνει β.υ., Hg (ΟΝ-C)2. Σε καθαρή μορφή είναι λευκό κρυσταλλικό σώμα, με ειδικό βάρος 4,45, ελάχιστα διαλυτό στο νερό, και προκαλεί έκρηξη αν θερμανθεί μεταξύ 190°C και 215°C, ανάλογα με τον βαθμό συμπίεσης των κρυστάλλων του. Αποτελεί συνήθως την πρώτη ύλη των εναυσμάτων πυροδότησης μαζί με κάποιο οξειδωτικό σώμα (π.χ. χλωριούχο κάλιο) και κάποια καύσιμη ένωση (π.χ. θειούχο αντιμόνιο). Σήμερα, αντί γι’ αυτόν χρησιμοποιείται συνήθως αζωτικός μόλυβδος. Ο β.υ. ονομάζεται επίσης κροτικός υδράργυρος ή πυροκροτικό άλας του υδραργύρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υδράργυρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Hg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 80, ατομικό βάρος 200,61 και 7 σταθερά ραδιενεργά ισότοπα. Ο υ. βρίσκεται στη φύση είτε σε ελεύθερη κατάσταση·… …   Dictionary of Greek

  • κροτικά — Εκρηκτικές ύλες που σχηματίζονται από άλατα του κροτικού ή βροντώδους οξέος· πρόκειται για μια βλεννώδη και πολύ ασταθή οργανική ένωση, με χημικό τύπο CNOH, η οποία είναι γνωστή μόνο σε διαλύματα. Τα κ. που χρησιμοποιούνται περισσότερο είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • κροτικός — ή, ό [κρότος] 1. αυτός που μπορεί να παραγάγει ήχο, αυτός που κάνει κρότο 2. χημ. φρ. «κροτικό οξύ» άλλη ονομασία τού βροντώδους οξέος, τού οποίου τα άλατα ονομάζονται και βροντώδη άλατα («κροτικός υδράργυρος» βροντώδης υδράργυρος) …   Dictionary of Greek

  • έκκαυμα — Μέσο για την πρόκληση έκρηξης μιας γόμωσης. Το έ. χρησιμοποιείται για να αποφευχθούν οι εύφλεκτες εκρηκτικές ύλες σε επικίνδυνες ποσότητες (όπως ο βροντώδης υδράργυρος), οι οποίες είναι πολύ ευαίσθητες στην κρούση. Τα βλήματα είναι συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • βροντώδη άλατα — Σειρά μεταλλικών αλάτων του βροντώδους οξέος (HON=C). Είναι γενικά εκρηκτικά σώματα (αποσυντίθενται απότομα με θέρμανση ή κρούση) και χρησιμοποιούνται ως εναύσματα σε ισχυρά εκρηκτικά. Από τα άλατα αυτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”